- αὐλισμός
- αὐλ-ισμός, ὁ,A lodging, Sm.Is.10.29: = διανυκτέρευσις, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αυλισμός — αὐλισμός, ο (AM) κατασκήνωση, κατάλυμα … Dictionary of Greek
αὐλισμός — lodging masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐλισμόν — αὐλισμός lodging masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλισις — η ο αυλισμός … Dictionary of Greek